Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῶν πολλῶν

См. также в других словарях:

  • Τὸ τῶν πολλῶν εἶς εἶναι. — τὸ τῶν πολλῶν εἶς εἶναι. См. Человек дюжинный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κοραλλίων, θάλασσα των- — Τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, μεταξύ της βορειοανατολικής Αυστραλίας, της Νέας Γουινέας, των νησιών του Σολομώντα, του Βανουάτου και της Νέας Καληδονίας. Η θάλασσα ονομάζεται έτσι εξαιτίας των πολλών κοραλλιογενών σχηματισμών που περιλαμβάνει.… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνών, Συνθήκη των- — Υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 14 Νοεμβρίου 1913, περιλάμβανε 16 άρθρα, τρία πρωτόκολλα και μια δήλωση του Τούρκου εκπροσώπου και έθετε τέρμα στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Το κείμενο της συνθήκης υπήρξε καρπός πολλών διπλωματικών… …   Dictionary of Greek

  • Αντιπόδων, Νησιά των- — (Antipodes). Νησιωτική ομάδα από ακατοίκητα νησιά του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, γύρω στα 900 χλμ. ΝΑ της πόλης Ντιούνεντιν της Νέας Ζηλανδίας. Ανακαλύφθηκαν το 1800 από τον Άγγλο πλοίαρχο Γουότερχαουζ. Νησιά άγρια και βραχώδη, έχουν λιγοστή …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»